αρρώστια

αρρώστια
η (AM ἀρρωστία)
1. η κακή κατάσταση της υγείας, η ασθένεια
2. η παρατεταμένη αδιαθεσία
3. η ηθική αδυναμία, η πτώση του φρονήματος ή το ελάττωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. αρρώστια < αρχ. αρρωστία (< άρρωστος) ή υποχωρητικά, από το ρ. αρρωστώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀρρωστία — ἀρρωστίᾱ , ἀρρωστία weakness fem nom/voc/acc dual ἀρρωστίᾱ , ἀρρωστία weakness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρρωστίᾳ — ἀρρωστίαι , ἀρρωστία weakness fem nom/voc pl ἀρρωστίᾱͅ , ἀρρωστία weakness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρρώστια — η ασθένεια, νόσος: Φυλάγεται, γιατί φοβάται πολύ τις αρρώστιες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀρρωστίας — ἀρρωστίᾱς , ἀρρωστία weakness fem acc pl ἀρρωστίᾱς , ἀρρωστία weakness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρρωστίαι — ἀρρωστία weakness fem nom/voc pl ἀρρωστίᾱͅ , ἀρρωστία weakness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρρωστίαν — ἀρρωστίᾱν , ἀρρωστία weakness fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενδημική — Αρρώστια ή διαταραχή, η οποία υπάρχει συνεχώς σε έναν συγκεκριμένο πληθυσμό ή περιοχή …   Dictionary of Greek

  • ἀρρωστιῶν — ἀρρωστία weakness fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρρωστίαις — ἀρρωστία weakness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρρωστίη — ἀρρωστία weakness fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”